- ἐϋκλήϊς
- ἐϋκλήϊς [ῑ], ῑδος, ἡ, [dialect] Ep. for foreg.,A well-closed, close-shut,
θύρη . . ἐϋκλήϊς, ἀραρυῖα Il.24.318
Aristarch. (ἐῢ κληῗσ' (dat. pl.) Trypho).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θύρη . . ἐϋκλήϊς, ἀραρυῖα Il.24.318
Aristarch. (ἐῢ κληῗσ' (dat. pl.) Trypho).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εϋκλήις — ἐϋκλήϊς, ῑδος, ἡ (Α) (επικ. τ. τού θηλ. εύκλειστος) η κλεισμένη καλά («θύρη... ἐϋκλήϊς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κληΐς, επικ. τ. τού κλεις «σύρτης, αμπάρα»] … Dictionary of Greek